- διατάραξη
- η (AM διατάραξις)1. διαταραχή, διασάλευσηνεοελλ.1. αστρον. κάθε μεταβολή τών στοιχείων τής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που κινείται γύρω από άλλο ουράνιο σώμα, η οποία οφείλεται στην ύπαρξη ενός ή περισσότερων άλλων σωμάτων2. γεωλ. η αλλαγή τής αρχικής θέσης τών πετρωμάτων ή η διακοπή τής συνέχειας ενός γεωλογικού στρώματος και η μετακίνηση τών τμημάτων του3. (μετεωρ.) α) κατάσταση τής ατμόσφαιρας που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ανέμους και κατακρημνίσματαβ) η θετική και η αρνητική απόκλιση τών τιμών ενός μετεωρολογικού στοιχείου υπό τον μέσο όρογ) «διατάραξης, ρεύμα» — διαδοχή κυκλώνων που ακολουθούν την ίδια τροχιά4. (Ποιν. Δίκ.) α) «διατάραξη τής ειρήνης τών πολιτών» — εγκλήματα που στρέφονται κατά τής ειρήνης τών πολιτών, με την έννοια τής εμπιστοσύνης τών πολιτών προς το κράτος και την προστασία που αυτό τους παρέχειβ) «διατάραξη τής κοινής ειρήνης» — οι βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων που διαπράττονται από άτομα τα οποία συμμετέχουν σε δημόσια συνάθροιση πλήθουςγ) «διατάραξη τής οικιακής ειρήνης» — έγκλημα κατά τής προσωπικής ελευθερίας, ένοχος τού οποίου είναι εκείνος που εισδύει παράνομα ή που, κατά την αντίθετη θέληση τού δικαιούχου, παραμένει στην κατοικία τού άλλου ή στον χώρο που χρησιμοποιεί ο άλλος για την εργασία του ή στον περικλεισμένο χώρο που κατέχεται από αυτόνδ) (ψυχολ.-ψυχιατρ.) «διατάραξη τών πνευματικών λειτουργιών ή τής συνείδησης» — βλ. καταλογισμός.
Dictionary of Greek. 2013.